- ωόλιθος
- ο, Ν(πετρογρ.)1. ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή, αλλ. ωοειδές2. το πέτρωμα που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από τέτοιες δομές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + λίθος Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.